- κοὐκέτι
- οὐκέτι , οὐκέτιno moreindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Mito — Para otros usos de este término, véase Mito (desambiguación). El dios Thor, de los vikingos, en la batalla contra los gigantes. Pintura de Mårten Eskil Winge (1872). Un mito (del griego μῦθος, mythos, «relato», «cuento») es un relato tradicional… … Wikipedia Español
Mitología — Estatua de Júpiter Tonante (Museo del Prado). Desde an … Wikipedia Español
παρωδός — όν, Α 1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες τού άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῑς αἰνίγμασι», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρῳδός α) ο ποιητής παρωδιών β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… … Dictionary of Greek
προγενής — ές, Α 1. ο γεννημένος πρωτύτερα 2. (κατ επέκτ.) παλαιός, αρχαίος, πανάρχαιος («ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον καὶ θεοὶ προγενεῑς, ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλων», Σοφ.) 3. προηγούμενος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγενεῑς οι παλαιότεροι άνθρωποι, αυτοί… … Dictionary of Greek